Την ονομασία ταμπουράς
χρησιμοποιεί από πολύ παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της
οικογένειας του λαγούτου, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις, τον αριθμό των χορδών
και το κούρντισμά τους. Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά
χαρακτηριστικά: μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο, μακρύ, λεπτό και ίσιο έως
το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά), που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει
καθαρά από αυτό, με κινητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά, συνήθως σε σχήμα
Τ, απ’ τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω, χορδές που ακουμπούν σε κινητό
καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά, στερεωμένα στο ηχείο,
αμέσως μετά το καπάκι. Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και, παλιότερα, τα πιο μικρά,
με τα δάχτυλα. Οι πιο καλές πένες φτιάχνονται από ξερή φλούδα κερασιάς,
βυσσινιάς ή και άλλων δέντρων. Σημειώνουμε ότι σε ορισμένους ταμπουράδες το
χέρι «σπάει» προς τα πίσω στο επάνω μέρος, όπως στο λαγούτο, και ξεχωρίζει
καθαρά από το ηχείο, όταν αυτό είναι φτιαγμένο με ντούγες.
Πέρα
από τη γενική ονομασία ταμπουράς (ή ταμπούρι, τάμπουρο,
τάμπουρας, ταμπράς, τσαμπουράς), τα όργανα αυτά ανάλογα με το μέγεθος, τον
αριθμό χορδών και το κούρντισμα, είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι,
μπουζούκι, μπαγλαμάς, γιογκάρι,
μπουλγκαρί, κίτελι, καβόντο, τζιβούρι, καραντουζέλι, κλπ. Οι ονομασίες αυτές, ωστόσο, δεν
αντιπροσωπεύουν, στον ελλαδικό χώρο, ένα συγκεκριμένο τύπο οργάνου, με αυστηρά
καθορισμένες διαστάσεις, αριθμό χορδών και κούρντισμα.
Ξεχωριστή
θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθαυτό ταμπουράς, ένα λαουτοειδές με
ημισφαιρικό ηχείο, μακρύ χέρι που ξεπερνάει το μέτρο και με δύο διπλές συνήθως
χορδές κουρντισμένες κατά πέμπτες ή με τρεις ή και τέσσερις διπλές χορδές
κουρντισμένες κατά τέταρτες και πέμπτες. Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς
μπερντέδες, που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν, ο ταμπουράς δίνει όλη την
ποικιλία μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής: δίεση, λείμμα, ελάχιστο τόνο, ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο. Ο
δύσχρηστος αυτός και τόσο δύσκολος στην εκμάθησή του ταμπουράς δε χρησιμοποιείται
πια στον ελλαδικό χώρο. Μικρότεροι, όμως, εύχρηστοι ταμπουράδες, με αχλαδόσχημο
ηχείο και κινητούς μπερντέδες, χρησιμοποιήθηκαν πολύ έως το Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Στα χέρια των οργανοπαικτών που διατηρούσαν την παράδοση, έδιναν τα
διαστήματα της φυσικής κλίμακας, όπως και τα βασικά διαστήματα της βυζαντινής
και δημοτικής μουσικής.
Πώς παίζεται – μουσικές δυνατότητες:
Ο
ταμπουράς – και όλες οι παραλλαγές του – παιζόταν παλιότερα συνήθως μόνος του,
είναι ένα όργανο με λεπτό και αδύνατο σχετικά ήχο, κατάλληλο για συνοδεία
τραγουδιού ή ολιγοπρόσωπων χορών, σε κλειστό χώρο.
Στον ταμπουρά η μελωδία παιζόταν συνήθως στην πρώτη, υψηλότερη χορδή, το
καντίνι, ενώ ταυτόχρονα τη συνόδευαν οι άλλες «ανοικτές» χορδές: ένα είδος ίσου
τονικής ή πέμπτης ή τονικής και πέμπτης μαζί, κλπ., ανάλογα πάντα με τον αριθμό
των χορδών και το κούρντισμα του οργάνου. Με τον καιρό η συνοδεία αυτή
εξελίσσεται σε συνηχήσεις, που τελικά παίρνουν τη μορφή της αρμονικής συνοδείας
με βάση τη συγκεκριμένη κλίμακα και την αρμονία της δυτικής μουσικής.
Με
αυτή την εναρμόνιση συνοδεύουν σήμερα τα μπουζούκια το ρεμπέτικο τραγούδι.
Κατεξοχήν δεξιοτεχνικό όργανο, το μπουζούκι δεν είναι μόνο το κύριο μελωδικό
όργανο στην ορχήστρα του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά ταυτόχρονα μοιράζεται και
την αρμονική συνοδεία μαζί με τα άλλα όργανα της ορχήστρας (κιθάρα, πιάνο,
κ.α.). Τα μόνιμα τάστα και η συγκεκριμένη κλίμακα απομάκρυναν οριστικά το
μπουζούκι απ’ ότι άλλοτε το χαρακτήριζε ως παραδοσιακό ταμπουρά: το μονόφωνο,
πάνω σε τροπικές (modal) κλίμακες, παίξιμο.
Παλιότερα, όλα τα είδη του ταμπουρά παίζονταν, περιστασιακά, και μαζί με άλλα
όργανα, κυρίως έγχορδα (ταμπουράς και αχλαδόσχημη λύρα, ταμπουράς και βιολί,
κλπ.). Στο Διδυμότειχο παιζόταν, έως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ταμπουράς με
συνοδεία μασάς
Ο ταμπουράς στον ελλαδικό χώρο:
Όργανα
του τύπου ταμπουρά, με μακρύ χέρι και μικρό ηχείο, ανιχνεύεται στον ελλαδικό
χώρο ήδη από τους αρχαιοελληνικούς χρόνους, με την ονομασία πανδούρα
ή τρίχορδον. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα αναφέρουμε
ενδεικτικά το ανάγλυφο της Μαντίνειας του 4ου π.Χ. αιώνα, τις
τερακότες με παραστάσεις οργάνων του ίδιου τύπου, και την παράσταση σε μωσαϊκό
μιας παντούρας που παίζεται με πένα (πλήκτρο), στο Παλάτι των Βυζαντινών
Αυτοκρατόρων. Έκτοτε, η πορεία του ταμπουρά και των παραλλαγών του στους
βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, έως σήμερα, μαρτυρείται από πολλές
φιλολογικές και εικονογραφικές πηγές – η σημερινή άλλωστε ονομασία του,
ταμπουράς, προέρχεται από το αρχαιοελληνικό πανδούρα:
φανδούρα, θαμπούρα, θαμπούριν, ταμπούριν, ταμπούραν, ταμπουράς.
Τους
πανδουριστές μετά των πανδούρων
εις το δείπνο, ο και τρυγητικόν προσαγορεύεται,
αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στην πραγματεία του Έκθεσις
της βασιλείου τάξεως, το 10ο αιώνα. Παντούρες και άλλα όργανα
αναφέρει επίσης ένα χρονικό του 12ου αιώνα ότι έπαιζαν σε επίσημη
τελετή στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Ταμπουρά και βιολί χρησιμοποιούν
και οι Χιώτες σε διασκεδάσεις τους, γράφει το 1677 ο John Covel.
Όργανα του τύπου ταμπουρά έπαιζαν και οι αγωνιστές του ’21, μας πληροφορεί ο
Νικόλαος Κασομούλη. Ένα από αυτά, ο ταμπουράς του στρατηγού Μακρυγιαννη,
«ον υποκρούων ήδεν ευφώνως και ανδρικώς με τον αέρα
εκείνον του αληθινού παλληκαριού», φυλάγεται σήμερα
στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
* Βιβλιογραφία: Φοίβος
Ανωγειανάκης, "Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα", Β' έκδοση, Εκδοτικός
οίκος "Μέλισσα", 1991, Αθήνα, ISBN: 960-204-005-X