Ο τύπος αυτός του ασκαυλού,
που σήμερα παίζεται κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, παλιότερα παιζόταν και
στην άλλη ηπειρωτική Ελλάδα. Λέγεται γκάιντα, γκάιδα, γάιδα ή κάιντα.
Φτιάχνεται συνήθως από εκείνον που την παίζει σε διάφορα μεγέθη και αποτελείται
από το ασκί, το επιστόμιο και δύο αυλούς. Ο παίκτης της γκάιντας λέγεται
γκαϊντιέρης, γκαϊδιέρης, γκαϊδάρης, γκάιντατζης και κάιντατζης.
Για
το ασκί, που λέγεται συνήθως τουλούμι, τομάρι, δερμάτι ή κόζα, ισχύουν ότι και
στην τσαμπούνα σχετικά με το είδος του δέρματος, την κατεργασία, το δέσιμο, τη
συντήρηση και την επιδιόρθωση. Συνήθως, δηλαδή χρησιμοποιείται δέρμα κατσίκας ή
ριφιού και σπάνια προβάτου. Το δέρμα πρέπει να είναι ολόκληρο και όχι σχισμένο
στο λαιμό ή άλλο μέρος. Το δέρμα δέχεται ειδική κατεργασία για να μη σαπίσει και
να είναι μαλακό και άσπρο όταν ξεραθεί. Μεταπολεμικά χρησιμοποιούσαν, όταν το
έβρισκαν, και δέρμα γαϊδουριού, για το μέγεθος και την αντοχή του. Η γκάιντα
είναι γενικά μεγαλύτερη σε σύγκριση με τη νησιώτικη τσαμπούνα.
Τα
εξαρτήματα της γκάιντας, το επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν
στο ασκί αλλά προσαρμόζονται, το καθένα, στο κεφαλάρι, μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο
ασκί. Το επιστόμιο, ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο, κόκαλο ή
καλάμι απ' το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαιντιέρης, έχει
μήκος – μαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το
ασκί – από 12, περίπου, έως 20 εκ. κάποτε. Το επιστόμιο λέγεται φυσάρι, φυσερό,
φυσολάτης, φουσκοτάρι, φύτσι, ντουγιάλο, ντουάλο, πιπίνι, κλπ. Η βαλβίδα που
εμποδίζει να φεύγει ο αέρας όταν ο γκαϊντιέρης σταματάει να φυσάει, λέγεται
πετσάκι, στοπ, λιπάλο ή λέπκα, καπάτσε, ζαλετούχ, κλπ.
Οι
δύο αυλοί, όπως άλλωστε και το επιστόμιο, φτιάχνονται από διάφορα ξύλα, συνήθως
από αμυγδαλιά, κρανιά, βερικοκιά, τζιτζιφιά, κ.α. Ο μακρύς αυλός, σε τρία
συνήθως κομμάτια, το ένα μέσα στο άλλο, έχει μήκος από 50 περίπου, έως 70,
κάποτε και παραπάνω, εκατοστά. Χωρίς τρύπες και μ’ ένα μπιμπίκι με μονό
επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου), προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι
κοντά στο ασκί, δίνει ένα μόνο φθόγγο. Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του
αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σ' όλο το μήκος του. Στο τελευταίο κομμάτι
είναι συχνά πιο ανοικτό και σχηματίζει χοάνη ή και το αντίθετο, πιο στενό, «για
να μη σκορπά η φωνή». Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί, μπάσο ή πάσο, ζουμάρ ή
ζαμάρι, καραμούζα, ζουρνάς, ταραγκόξυλο, γκαρόξυλο ή γκαρόζι, αγκαρά,
μπουτσάλο, μπουρτσάλο, μπούκαλος, μπερτσάλο, μπιρτσιάλο, ριγκάτς, τσιρίλο, κλπ.
Ο άλλος αυλός, ο κοντός, είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά
και 1 πίσω ή 6+1. Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη, άλλοτε
μικρή και άλλοτε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το
σωλήνα του αυλού. Στο επάνω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα εκεί που αυτός
ενώνεται με το ασκί προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι
(τύπου κλαρινέτου). Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση,
σχετικά, απόσταση η μία από την άλλη. Δεν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και
συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους: οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές
στρογγυλές.
Μικρές
τρύπες, μία ή δύο, που δεν πατιούνται ποτέ από τα δάκτυλα αλλά «είναι για τη
φωνή», όπως αυτές στην τζαμάρα και το ζουρνά, ανοίγονται συχνά στα πλάγια της
γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίδιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού. Μια
μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης, απ’
τα κάτω, τρύπας, στο πίσω μέρος του ίδιου κυλινδρικού σωλήνα. Την τρύπα αυτή
την χρησιμοποιεί ο γκαϊντιέρης, βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί,
για να αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη, απ’ τα
κάτω, τρύπα του αυλού. Η πρώτη, τέλος απ’ τα πάνω, τρύπα – η μικρότερη συνήθως
σε σύγκριση με όλες τις άλλες – έχει σφηνωμένο στο άνοιγμά της, μέσα στο σωλήνα
του αυλού, ένα μικρό σωληνάκι, συνήθως από φτερό κότας. Ο κοντός αυτός αυλός
για τη μελωδία λέγεται στη Θράκη γκαϊντανίτσα, ντιβριντίνα, ζαμαροφλογέρα,
γκαϊντοφλογέρα, ζαμάρα, κλπ. και στη Μακεδονία γκαϊντανάκι, γκαϊντανούλα, τζαμπούνα,
γκαϊδούρκα, τσαμπ(ου)νάρι, ντουϊνίτσα, πίσκα, κλεπάρσα, σούρλα, κλπ.
Για
το παίξιμο της γκάιντας, ισχύουν τα ίδια με την περίπτωση της τσαμπούνας ως
προς τη θέση του ασκιού, την αναπνοή, το στόλισμα της μελωδίας. Έτσι, η γκάιντα
παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως κάτω από την αριστερή μασχάλη. Ο παίκτης
του οργάνου παίρνει αναπνοή με το διάφραγμα, και όχι με το στήθος, γι αυτό και
μπορεί να φυσάει πολλές ώρες χωρίς να κουράζεται. Η πίεση του αέρα στα
γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού με
το αριστερό μπράτσο. Όταν ο γκαϊντιέρης σταματάει προσωρινά το φύσημα, για να
μην ελαττωθεί η πίεση του αέρα πιέζει περισσότερο το ασκί. Ο μακρύς αυλός
κρατιέται συνήθως κάτω από τη μασχάλη ή τον αφήνουν ν’ ακουμπάει πάνω στον ώμο,
ή στο μπράτσο ή, σπάνια, τον αφήνουν να κρέμεται. Δεν έχει, όπως είπαμε, τρύπες
και δίνει ένα μόνο φθόγγο, που «ταιριάζεται» πάντα με το φθόγγο που
χρησιμοποιείται ως τονική στον αυλό της μελωδίας. Έτσι στο παίξιμο συνοδεύει
διαρκώς τη μελωδία με το φθόγγο της τονικής, μια οκτάβα συνήθως χαμηλότερα.
Κρατάει δηλαδή ένα ίσο, από τις αρχαιότερες όπως ξέρουμε μορφές πολυφωνίας.
Οι
7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας. Η
τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα, απ’ τα κάτω, με υποτονική
(την προηγούμενη τρύπα) σε διάστημα τόνου από την τονική. Το ύψος της τονικής
εξαρτάται, κυρίως, όπως και στην τσαμπούνα, απ’ το μέγεθος που έχει ο κοντός
αυλός και το γλωσσίδι του. Η γκάιντα παίζεται μόνη της. Παίζεται όμως και μαζί
με άλλα όργανα: γκάιντα και τουμπελέκι ή γκάιντα και ντάρες (ντέφι). Επίσης
γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και,
προπολεμικά, γκάιντα και μασά.
Η τσαμπούνα και η γκάιντα στον ελλαδικό χώρο:
Όπως
τόσα άλλα μουσικά όργανα, έτσι και ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία,
γύρω στον 1ο με 2ο μ.Χ. αιώνα, σύμφωνα με αξιόπιστες
σαφείς μαρτυρίες του Σουετόνιου, του Δίωνα του Χρυσόστομου κ.α. Έκτοτε η
παρουσία του στον ελλαδικό χώρο και τον Ελληνισμό της Εγγύς Ανατολής,
τεκμηριώνεται από πολλές εικονογραφικές και φιλολογικές πηγές, από τις οποίες
αναφέρουμε τις πιο σημαντικές: για τον άσκαυλο, τύπου τσαμπούνας, μικρογραφία
ελληνικού χειρογράφου του 11ου αι., όπως και τη μαρτυρία του Πέρση
φιλόσοφου Αβικέννα (Ιμπν Σινά), τον ίδιο αιώνα. Τον ίδιο τύπο άσκαυλου
συναντάμε σε τοιχογραφίες: του Αγίου Νικολάου, κοντά στην Κακοπετριά Κύπρου (14ος
αι.), της μονής Αγίου Φανουρίου, στο Βαλσαμόνερο Ηρακλείου Κρήτης (15ος
αι.) και της μονής Καρακάλου, στο Άγιο Όρος (18ος αι.). Επίσης τον
άλλο τύπο ασκαύλου, την γκάιντα σε τοιχογραφίες των μονών Μεγίστης Λαύρας του
Αγίου Όρους και Βαρλαάμ των Μετεώρων (16ος αι.). Τον ίδιο αυτόν
αιώνα (16ο) ο Nickolas de Nicolay
εικονογραφεί το χρονικό του μ’έναν «Έλληνα χωρικό» που παίζει γκάιντα. Και οι
τρεις αυτές παραστάσεις γκάιντας, εκτός απ’ τη σημασία της μαρτυρίας αυτής
καθεαυτής για το όργανο, παρουσιάζουν το πρόσθετο ενδιαφέρον ότι οι αυλοί τους
είναι κωνικοί.
Τέτοιο
τύπο γκάιντας, που παίζεται σήμερα όπως ξέρουμε σε πολλές περιοχές της Ευρώπης:
Νότια Ιταλία, Σικελία, Γαλλία, Ισπανία, Σκωτία, κλπ., δε συναντούμε στην
Ελλάδα. Οι εικονογραφήσεις όμως που αναφέρουμε παραπάνω, μαζί με τις
πληροφορίες ότι παλιότερα χρησιμοποιούσαν και στην ελληνική γκάιντα το διπλό
επικρουστικό γλωσσίδι – τέτοιο γλωσσίδι χρησιμοποιούν έως σήμερα σε γκάιντες
της Ευρώπης σε κωνικούς αυλούς – μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι ίσως
παλιότερα έφτιαχναν στην Ελλάδα και γκάιντες με κωνικούς αυλούς.
* Βιβλιογραφία: Φοίβος
Ανωγειανάκης, "Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα", Β' έκδοση, Εκδοτικός
οίκος "Μέλισσα", 1991, Αθήνα, ISBN: 960-204-005-X