28/11/2007
Παπίκιο Όρος
Αικατερίνη Μπάλλα
Πηγή: Ι.Π.Ε.Τ.
© Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης
|
|
Παπίκιο Όρος ονομάζεται το τμήμα του ορεινού όγκου της οροσειράς Ροδόπης, τη γεωγραφική θέση του οποίου καθόρισε με αρκετή ακρίβεια ο Στίλπων Κυριακίδης, τοποθετώντας το πάνω από τη βυζαντινή Μοσυνούπολη, ΒΔ της Κομοτηνής και ταυτίζοντας το με το Όρος που βρίσκεται πάνω και λίγο δυτικά του χωριού Σώστης. Το Όρος αυτό έχει 1463 μέτρα ύψος και είναι γνωστό με το τουρκικό όνομα Karlal-dagi «αετοβούνι» ή Karlik-dagi «χιονοβούνι» (karlik «τόπος όπου πέφτει πολύ χιόνι ή είναι σκεπασμένος από πολύ χιόνι»).
Το Παπίκιο Όρος της Ροδόπης υπήρξε φημισμένο κέντρο μοναχισμού από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα μ.Χ., εφάμιλλο του Αγίου 'Ορους. Η πρώτη γραπτή αναφορά στο Παπίκιο γίνεται σε δύο χωρία του Τυπικού του Γρηγορίου Πακουριανού, που συντάχθηκε το 1083 και μας πληροφορεί ότι ο ναός του Αγίου Γεωργίου Παπικίου όρους, ήταν μετόχι της μονής της Θεοτόκου Πετριτζονιτίσσης (σήμερα Μπάτσκοβο). Στα μοναστήρια του Παπίκιου Όρους μόνασαν μεγάλες και ιστορικές μορφές της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της Ορθοδοξίας. Σύμφωνα με βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους, από τα μοναστήρια του Παπίκιου Όρους πέρασαν επιφανή πρόσωπα του Βυζαντίου, όπως ο νόθος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α', Αλέξιος (1143-1180), ο ηγεμών των Σέρβων Στέφανος Α' Νεανία, ο οποίος στο τέλος της ζωής του ασπάστηκε το μοναχικό σχήμα, αφήνοντας την εξουσία στον δευτερότοκο γιο του Στέφανο (1195). Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ζωνάρι, στους πρόποδες του Παπικίου κατασκήνωσε ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081-1118) κατά το διάστημα της εκστρατείας του εναντίον των Παυλικιανών. Ο Ακάκιος Σαββαΐτης, μέσα από το βίο των δύο Αθηναίων μοναχών Βαρνάβα και Σωφρονίου, που συνέγραψε στο πρώτο τέταρτο του 13ου αιώνα, δίνει σημαντικές πληροφορίες για το Παπίκιο. Οι δύο μοναχοί, ιδρυτές της μονής Σουμελά του Πόντου, επισκέφθηκαν το Παπίκιο και κάνουν λόγο για την ύπαρξη δύο επώνυμων μονών: της Παναγίας της Ελεούσας, που βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα του Παπικίου και του Ευαγγελιστή Λουκά στο δυτικό. Ο Ακάκιος αναφέρει μάλιστα ότι στο Παπίκιον υπήρχαν τριακόσια εβδομήντα μοναστήρια (ενδεχομένως ο αριθμός να είναι υπερβολικός), γεγονός ωστόσο, που φανερώνει τη σπουδαιότητα του μοναστικού κέντρου. Με την ιστορία του Παπικίου συνδέονται τα ονόματα του Γρηγορίου Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, και του οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτη, που επισκέφθηκαν τη μοναστική κοινότητα στις αρχές του 14ου αιώνα και έμειναν στην περιοχή για μικρό χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες το Παπίκιο φαίνεται πως γνώρισε τη μέγιστη ακμή του κατά τον 11ο-12ο αιώνα μ.Χ. Από τον 13ο αιώνα, όμως και μετά, σημειώνεται μια καθοριστική κάμψη στη ζωή του μοναστικού κέντρου, η οποία φτάνει σε πλήρη μαρασμό στα τέλη του 14ου αιώνα.
Οι ανασκαφικές έρευνες και τα αρχαιολογικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι στις αρχές του 13ου αιώνα μερικά μοναστήρια του Παπικίου υπέστησαν τρομερές καταστροφές από πυρκαγιές, με αποτέλεσμα να αποτεφρωθούν μεγάλα τμήματα τους, τα οποία και έπαυσαν να χρησιμοποιούνται και να περιοριστεί έτσι σημαντικά η αρχική του έκταση. Επιπλέον, ο μαρασμός του Παπικίου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους εμφυλίους πολέμους και τις δυναστικές έριδες μεταξύ του Ανδρόνικου Β' και Ανδρόνικου Γ (1321-1328) καθώς και της Άννας Παλαιολογίνας και του Ιωάννου Στ' Καντακουζηνού (1341-1347), που διεξήχθησαν αποκλειστικά στον χώρο της Θράκης. Τέλος, η κατάλυση της βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή από τους Οθωμανούς (1362), μολονότι δεν υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας για την παρακμή του μοναχισμού στο Παπίκιον, συντόμευσε τον χρόνο λειτουργίας των λίγων μοναστηριών που είχαν κατορθώσει να επιβιώσουν μέχρι τότε. Πάντως, ακόμα και κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες δεν είναι σπάνιες οι αναφορές στο Παπίκιο, οι οποίες προέρχονται κυρίως από ιστορικά έργα και βίους αγίων.
Κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους, παρά το γεγονός ότι το Παπίκιον δεν υφίσταται πια ως μοναστικό κέντρο, ωστόσο η ευρύτερη περιοχή του Παπικίου δεν έπαυσε να κατοικείται. Κοντά ή και πάνω στα ερειπωμένα μοναστηριακά συγκροτήματα οι κάτοικοι της ορεινής Ροδόπης ιδρύουν μικρούς οικισμούς, για να εκμεταλλευτούν τα γύρω από τα ερειπωμένα μοναστήρια καλλιεργήσιμα κτήματα. Τέτοιοι οικισμοί είναι ο παλαιός Ληνός (Κιουπλού), η Γενετή, η Πόα (Κουγιού-Ντερέ), η Κερασιά, η Φωλιά, η Βροντή.
Το κέντρο μοναχισμού του Παπίκιου Όρους ήταν οργανωμένο σύμφωνα με τα πρότυπα του Αγίου Όρους. Σημαντική μαρτυρία για την οργάνωση του μοναχισμού στο Παπίκιο αποτελεί ένα μολυβδόβουλο του 10ου-11ου αιώνα, το οποίο έχει στη μία πλευρά παράσταση Παναγίας και στην άλλη την επιγραφή «Θεοτόκε βοήθει τω πρώτω του Παπικίου» και μαρτυρά την ύπαρξη του θεσμού του «Πρώτου», ως μορφή μοναστικής διοίκησης, τουλάχιστον από τον 10ο - 11ο αιώνα. Από τις γραπτές πηγές συμπεραίνεται η συνύπαρξη δύο μοναστικών τύπων στην οργάνωση του μοναχισμού στο Παπίκιο: ερημικός μοναχικός βίος, αλλά και το κοινοβιακό σύστημα, το οποίο αποδεικνύεται σήμερα με ανασκαφικά δεδομένα, μετά δηλαδή την αποκάλυψη οργανωμένων μοναστηριακών συγκροτημάτων.
Τα σημαντικότερα αρχαιολογικά δεδομένα των ανασκαφικών ερευνών του Παπικίου είναι μια σειρά μοναστηριών, ερείπια των οποίων έχουν εντοπιστεί βόρεια των σημερινών οικισμών Πολύανθος, Σώστης, Μίσχος, Ληνός, Ασώματοι, Κερασιά, Θάμνα και Ρίζωμα, που βρίσκονται στους πρόποδες της Ροδόπης.
Οι ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως, εκτός από ναούς και μοναστηριακά συγκροτήματα, κινστέρνες (δεξαμενές), αποθήκες, μύλους, τριμερή λουτρώνα κατά το πρότυπο μικρών παλαιοχριστιανικών λουτρώνων, αλλά και ευρήματα όπως νομίσματα, μολυβδόβουλα, εικονίδια από στεατίτη, αντικείμενα καθημερινής χρήσης (θραύσματα αγγείων, μαχαιρίδια, κανάτες, πήλινα κηροπήγια κτλ.) και ακόσμητη, εφυαλωμένη κεραμική. Τα περισσότερα ευρήματα καλύπτουν το διάστημα μεταξύ του 11ου-13ου αιώνα.
Βιβλιογραφία:
Αρχαιολογικός οδηγός, (1999). Έκδοση Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, σελ. 22.
Αρχαιολογικός Χάρτης Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης, Έκδοση Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, σελ. 5.
Ζήκος Ν., (1995). Το Παπίκιον των Βυζαντινών, Αφιέρωμα: Μακεδονία-Θράκη, Εφημερίδα Καθημερινή, σελ. 30-31.
Δεσύλλας Ν., (1996). Θράκη – Χρώματα και αποχρώσεις. Εκδόσεις Σύνολο, σελ. 11-12.
Ελλάς-Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, (1992). Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας – Θράκης.
Ζήκος Ν., (1984). Βυζαντινό οδοιπορικό στη Θράκη, στο Αρχαιολογία 13, Αφιέρωμα: Θράκη, σελ. 74.
Ζήκος Ν., (1985). Εικονίδιο στεατίτη από το Παπίκιο. ΑΑΑ 18, σελ. 205-210.
Ζήκος Ν., (1989). Αποτελέσματα ανασκαφικών ερευνών στο Παπίκιον όρος, Byzantinische Forschungen 14, 1-2, σελ. 675-693, πίν. 256-280.
Θράκη, Το σταυροδρόμι των Ελλήνων, (2000). Εκδόσεις Αδάμ, σελ. 109-111.
Κούκος Μ. (1991). Στα βήματα του Ορφέα, Οδοιπορικό της Θράκης, διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση: http://alex.eled.duth.gr/Eldoseis/Koukos/orfeas/index.htm. (Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 21-10-2007).
Μπακιρτζής Χ., (1994). Βυζαντινή Θράκη, στο Θράκη, Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας – Θράκης, σελ. 182-183.
Νομός Ροδόπης, Έκδοση Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης.
Παπαζώτος Θ., (1980). Προανασκαφικές έρευνες στο Παπίκιον όρος. Θρακική Επετηρίδα 1, σελ. 113-153.
Σαραφίδου Δ., (2001). Παπίκιον Όρος, Αρχαιολογικός Οδηγός, Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας – Θράκης. Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης Αν. Μακεδονίας- Θράκης, 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καβάλας, Εκδόσεις Σύνολο.
Rodopi, The land of the legends, (1998). Έκδοση Νομαρχίας Ροδόπης, σελ. 17.
|